- Τριτωνιάς
- -άδος, ἡ, Αη Τριτωνίς* λίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, -ωνος + κατάλ. -ιάς, -ιάδος (πρβλ. οὐραν-ιάς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τριτωνίας — Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος Tritonian fem acc pl Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος Tritonian fem gen sg (attic doric aeolic) Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη fem acc pl Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη fem gen sg (attic doric aeolic) Τριτωνίς Tritonis fem acc pl (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φενεός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του ομώνυμου νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Οφείλει το όνομά του στην αρχαία πόλη της Αρκαδίας, που βρισκόταν στη βόρεια όχθη της ομώνυμης λίμνης, κάτω από το όρος Κυλλήνη. Ο Όμηρος… … Dictionary of Greek